Ὁ λόγος λαξεύεται καὶ λαξεύει. Ὁ λόγος εἶναι καλέμι. Τὸ καλέμι χτυπᾶ καὶ ταυτόχρονα χτυπιέται. Μὲ τὸν λόγο ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζεται, περιγράφει καὶ ἐπιτελεῖ. Μιλᾶ γιὰ τὰ φανερὰ καὶ διακονεῖ τὸ δέος γιὰ τὰ ἄρρητα. Γίνεται ἀχθοφόρος τῆς ἀλήθειας, σμιλεύει ἐρωτηματικὰ γιὰ τὴν ἀλήθεια, παραπέμπει στὴν ἀλήθεια ποὺ ξεπερνᾶ κάθε δική του ἀπόπειρα. Ὅλα μαζί…
Σχηματικὰ μιλώντας, λέμε ὅτι ἡ λογοτεχνία καὶ ἡ θεολογία ἔχουν τὰ δικά της ἡ καθεμιὰ κριτήρια καὶ προοπτικές, στοὺς δρόμους τοῦ λόγου, ἀλλὰ δρόμους πολυειδεῖς. Ἄλλοτε συγκλίνουν κι ἄλλοτε ἀποκλίνουν. Κάποιες φορὲς στήνουν μεταξύ τους φανερὸ καυγὰ ἢ πορεύονται μὲ ἀμοιβαία καχυποψία ἢ ἡ καθεμιὰ προσπαθεῖ νὰ λαφυραγωγήσει τὴν ἄλλη. Ἄλλες φορὲς δοκιμάζουν νὰ στήσουν μιὰ σπουδαία ἑτεροφωνία: ἐκτέλεση μιᾶς μελωδίας συγχρόνως ἀπὸ διάφορους ἐκτελεστές, μὲ τὸν διαφοροποιημένο τρόπο τοῦ καθενός.
Γι’ αὐτοὺς τοὺς δρόμους τοῦ λόγου, ὅπου πορεύονται ἡ λογοτεχνία καὶ ἡ θεολογία, ἡ συζήτηση ποὺ γίνεται ἐδῶ καὶ πολλοὺς καιρούς, μοιάζει ἀτελείωτη. Στὸ τεῦχος μας αὐτὸ ἀγκυροβολοῦν κατὰ πλειονότητα κείμενα ποὺ ἔχουν ἔρθει ἀπὸ τὴν Κρήτη, ὅπου παρουσιάστηκαν ὡς εἰσηγήσεις στὸ Συνέδριο «Ὀρθοδοξία καὶ Λογοτεχνία. Ὁ ποιητὴς ἀπέναντι στὴν ἐποχὴ τῆς κρίσης, ἡ λογοτεχνία ὡς φορέας πολιτισμοῦ», τὸ ὁποῖο πραγματοποιήθηκε στὴν Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία Κρήτης (Κολυμπάρι) στὶς 9 καὶ 10 Μαΐου τῆς περασμένης χρονιᾶς. Ἀπὸ ἐκεῖ γενεαλογοῦνται τὰ κείμενα τοῦ Κωνσταντίνου Ζορμπᾶ, τοῦ Κυριάκου Χαραλαμπίδη, τοῦ Σεβαστιανοῦ Ἀνδρεάδη, τῆς Κίρκης Κεφαλέα, τῆς Μαρίας Χατζηαποστόλου, τῆς Ἀναστασίας Γκίτση, τῆς Φωτεινῆς Παπαρήγα καὶ τοῦ Νίκου Χουρδάκη. Τὰ ἔργα τοῦ Ἄγγελου Καλογερόπουλου, τῆς Ἀλεξάνδρας Βαμβακᾶ, τοῦ π. Εὐάγγελου Γκανᾶ καὶ τοῦ Λαόνικου Διονυσίου ἑτοιμάστηκαν εἰδικὰ γιὰ τὸ τεῦχος.
Τὸ θεσπέσιο βάσανο τῆς ἀνθρώπινης συνύπαρξης, ἡ ἐργώδης ψηλάφηση τοῦ νοήματος, τὸ κόστος τῆς φιλότιμης πράξης, ἡ ἀναμέτρηση ζωῆς καὶ ἀπόγνωσης, ἡ πτώση ὡς ἀφορμὴ σοφίας, ἡ ἀφτιασίδωτη πίστη καὶ τὸ κρυφτούλι μὲ τὴν ἀπιστία, κοντολογὶς χίλιες δυὸ γωνιὲς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, κάπως ψαύονται σ’ αὐτὴ τὴ συνάντηση. Καλέμια, μελωδίες καὶ τσακωμοί, ὅλα καθ’ ὁδόν. Μᾶς τά ’χει πεῖ ὁ Τάσος Λειβαδίτης:
Τὸ βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο νὰ κοιμᾶμαι.
Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.
Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα,
ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται […].
Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.
Θ.Ν.Π