Προλογικό 149 τεύχους

«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν τῇ ἑνότητι καὶ καθολικότητι αὐτῆς, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Συνόδων, ἀπὸ τν Ἀποστολικὴν ἐν Ἱεροσολύμοις σύνοδον (Πράξ. ιε´, 5-29) ἕως τῆς σήμερον. Ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ καθ’ αὑτὴν εἶναι Σύνοδος […]. Διὰ τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ τῶν Τοπικῶν συνόδων ἡ Ἐκκλησία εὐηγγελίσατο καὶ εὐαγγελίζεται τὸ μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖον ἐφανερώθη διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ».
Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (2016), παρ. 3.

Μὲ τὸ τεῦχος αὐτὸ ἐπιχειροῦμε ξανὰ κάτι σὰν ἐγχείρηση στὸ ἴδιο μας τὸ σῶμα. Κάτι, δηλαδή, σὰν χειρουργικὴ ἐπέμβαση, ὄχι ἀπὸ τὴ «βολικὴ» θέση τοῦ χειρουργοῦ σὲ σῶμα ἄλλου, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄβολη θέση τοῦ νὰ γίνεσαι ταυτόχρονα χειρουργὸς καὶ ἐγχειριζόμενος. Ἐπιχειροῦμε νὰ ἐπικεντρώσουμε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ζωτικὰ ὄργανα τοῦ Ὀρθόδοξου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος (τοῦ ὁποίου εἴμαστε μέλη συγχαίροντα καὶ συμπάσχοντα): στὴ συνοδικότητα. Καὶ λέμε ὅτι τὸ ἐπιχειροῦμε ξανά, διότι ἡ ἔγνοια μας γιὰ τὴ συνοδικότητα εἶναι πάγια κι ἔχει ἐκφραστεῖ σὲ πολλὰ τεύχη καὶ σὲ ποικίλες συγκυρίες – ἄλλοτε σὲ νηνεμία καὶ ἄλλοτε σὲ τρικυμία. Κι αὐτό, διότι τὰ προβλήματα τῆς συνοδικότητας στὸν Ὀρθόδοξο κόσμο μακροημερεύουν καὶ ἐντέλει δείχνουν ὅτι ἡ ἐκκλησιολογία δὲν εἶναι ζήτημα ποὺ ἔκλεισε στὸν 20ὸ αἰώνα. Στὸ τεῦχος αὐτό, λοιπόν, θὰ ψηλαφήσουμε κάποια ζητήματα, καὶ σὲ προσεχὲς τεῦχος ἄλλα, προσπαθώντας νὰ μὴ γενικολογοῦμε, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ὅσο πιὸ συγκεκριμένοι γίνεται.
Συνοδικότητα, ὡς γνωστόν, σημαίνει τὴν πορεία μιᾶς συντροφιᾶς· σημαίνει τὸ νὰ πορεύεσαι μαζί. Ἐξαιρετικὴ λέξη γιὰ νὰ σημάνει προτάγματα ἀποφασιστικῆς σημασίας: Ἀφ’ ἑνὸς τὴν ὑπόμνηση ὅτι «οὐ[κ] ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν», καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὴν ἀξίωση τοῦ Χριστοῦ, «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες […] ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ ἐκκλησίες δὲν εἶναι μόνο λατρεύουσες κοινότητες, δὲν εἶναι μόνο πιστεύουσες κοινότητες· ὀφείλουν νὰ εἶναι καὶ πορευόμενες κοινότητες. Πορευόμενες ὅμως ὄχι κατὰ τὸ δοκοῦν, ἀλλὰ μὲ τὰ κριτήρια τοῦ Χριστοῦ. «Kαὶ ἡ lex orandi καὶ ἡ lex credendi», ἐπαναλαμβάνω, «προϋποθέτουν καὶ συνυπονοοῦν τὴ lex sequendi, τὸ νὰ ἀκολουθεῖς τὸν Ἰησοῦ Χριστό». Ἡ προσδοκία τῆς ἐσχατολογικῆς Βασιλείας σχετικοποιεῖ μέσα στὴν ἱστορία κάθε πόλη (καὶ κάθε αὐτοκρατορία, παλιὰ ἢ νέα ἢ ἐπίδοξη), καὶ συνεπάγεται πράξη. Γεννᾶ δηλαδὴ τὴν εὐθύνη τῆς συνοδοιπορίας, εἴτε σὲ ἴσωμα, εἴτε σὲ ἀμφίκρημνους δρόμους. Καθ’ ὅσον, ὅπως ἔχει ἐπισημάνει ὁ μέγας Φλωρόφσκυ (ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ ὁποίου συμπληρώνονται φέτος 40 χρόνια), τὸ «χιμαιρικὸ ὄνειρο τῆς “αἰώνιας Ρώμης”» παραδόξως τὸ ἔθρεψαν Χριστιανοί, δηλαδὴ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἀκριβῶς βάσει τῆς πίστης τους, θὰ ἔπρεπε νὰ μὴν ὑποκύπτουν στὴν ἀπατηλὴ γοητεία του – καὶ στὴ δίψα τοῦ ἡγεμονισμοῦ, τὴν ὁποία αὐτὸ ἐνσπείρει.

Τὸ ἀφιέρωμά μας ἀνοίγει ὁ Μητροπολίτης Κάλλιστος Γουέαρ. Τὸ κείμενό του γιὰ τὴ συνοδικότητα καὶ τὸ πρωτεῖο προσεγγίζει σφαιρικὰ τὴ διαδρομὴ τῶν Ὀρθόδοξων ἐκκλησιῶν καὶ τὰ θεολογικὰ ρεύματά τους. Φτάνει στὸ κρίσιμο σήμερα (στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τοῦ 2016 καὶ στὸ Οὐκρανικὸ σχίσμα) μὲ λόγο κριτικὸ καὶ τολμηρό, ἐμποτισμένο ὅμως στὴν ἀγάπη, τὸ σέβας καὶ τὴ νηφαλιότητα. Πράγμα πολύτιμο τοὺς καιρούς μας, ποὺ εἶναι σαρωτικὸ τὸ φαινόμενο ἡ μὲν στήριξη νὰ ἐκδηλώνεται σὰν ὑπαλληλικὴ διεκπεραίωση, ἡ δὲ κριτικὴ νὰ καταντᾶ προσωπεῖο τῆς προπετοῦς ἀσέβειας καὶ τοῦ τραμπουκισμοῦ.
Τὸ κείμενο τοῦ Σωτήρη Μητραλέξη ἐπισημαίνει τὴν παθολογία τοῦ νὰ μὴν ἑτοιμάζεται ἔγκαιρα ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία μπροστὰ στὶς ἀλλαγὲς τῶν και­ρῶν καὶ στὴν ἀναδιάταξη τῶν σχέσεων ἐκκλησίας καὶ πολιτείας. Ἐπίδικο ζήτημα ἐδῶ, ἡ δυνατότητα κληρικῶν νὰ θέσουν ὑποψηφιότητα στὶς ἐκλογές, πράγμα ποὺ δὲν συμβαίνει προσώρας στὴν Ἑλλάδα, ἔχει συμβεῖ ὅμως σὲ ἄλλες Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες.
Στὴ συνέχεια ἔχουμε μία τριλογία γιὰ τὴν πλέον πρόσφατη πληγὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἡ ἐπούλωση τῆς ὁποίας ἐλπίζουμε νὰ μὴ βραδύνει. Στὶς 3 Νοεμβρίου 2018 πραγματοποιήσαμε στὴν Ἀθήνα ἐκδήλωση μὲ τίτλο «Ἡ Οὐ­κρανικὴ αὐτοκεφαλία: Νὰ συζητήσουμε χωρὶς φόβο καὶ πάθος». Μετὰ ἀπὸ μία εἰσαγωγή, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἀρχισυντάκτης τῆς Σύναξης ἔδωσε τὸ στίγμα τῆς πρωτοβουλίας, μίλησαν τρεῖς εἰσηγητὲς (Κώστας Ράπτης, Δημήτρης Μόσχος καὶ π. Ἀντώνιος Πινακούλας) καὶ ἀκολούθησε συζήτηση. Τὸ παρὸν τεῦχος ἐκδίδεται σχεδὸν πέντε μῆνες μετὰ τὴν ἐκδήλωση (ὅταν αὐτὴ γινόταν, τὸ τότε προσεχὲς τεῦχος, Δεκεμβρίου, εἶχε ἤδη στοιχειοθετηθεῖ). Στὸ διάστημα αὐτὸ ἡ διαδικασία γιὰ τὴν αὐτοκεφαλία προχώρησε, ὁ δὲ σχετικὸς Τόμος ὑπεγράφη καὶ παραδόθηκε στὶς 5 καὶ 6 Ἰανουαρίου 2019 ἀντίστοιχα. Δημοσιεύουμε τὶς εἰσηγήσεις, διότι αὐτὲς δὲν ἐπιχείρησαν σχολιασμὸ τῆς φευγαλέας ἐπικαιρότητας, ἀλλὰ κάτι πολὺ περισσότερο καὶ διαρκέστερο: Ἀναζήτηση τῶν μειζόνων θεολογικῶν κριτηρίων. Εἶναι ὀφειλή μας νὰ καταθέτουμε τὶς διερωτήσεις καὶ τὶς προτάσεις μας στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας! Οἱ δὲ ἀναγνῶστες παρακαλοῦνται νὰ ἐντείνουν τὴν προσοχή τους σὲ ἀρκετὲς λεπτὲς ἐπισημάνσεις, ὅπως, π.χ., γιὰ ποιόν λόγο τὸ αἴτημα αὐτοκεφαλίας εἶναι ἐκκλησιολογικὸ αὐτονόητο (π. Α. Πινακούλας) ἢ γιὰ ποιόν λόγο ἡ ἄντληση ἐπιχειρημάτων δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται σὲ ἱστορικὸ κενό (Δ. Μόσχος). Καὶ αὐτὰ τὰ κείμενα ἔχουν τὰ γνωρίσματα ποὺ ἐπισημάναμε στὴ συμβολὴ τοῦ μητροπολίτη Καλλίστου.
Τὸ ἀφιέρωμα ἀκολουθοῦν σημαντικὲς καταθέσεις γιὰ τὴ θεολογία, τὴ λογοτεχνία, τὸ ἦθος (Σταῦρος Γιαγκάζογλου, Κίρκη Κεφαλέα, Ἰωσὴφ Ροηλίδης).

Θ.Ν.Π.

1. Βλ. ἐνδεικτικὰ τὰ τεύχη 76 (2000), 83 (2002), 90 (2004), 91 (2004), 97 (2006), 127 (2013), 133 (2015), 140 (2016), καὶ πολλὰ μεμονωμένα ἄρθρα.
2. Ἑβρ. 13:14 καὶ Πράξ. 1:8, ἀντίστοιχα.
3. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Ἡ γοητεία τῆς εἰδωλολατρίας, ἢ Ποιές ἀσφάλειες ἀναζητοῦν οἱ Χριστιανοὶ ὅταν δὲν ἀντέχουν τὴν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ», Σύναξη 140 (2016), σ. 17.
4. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Χριστιανισμὸς καὶ Πολιτισμός (μτφρ. Ν. Πουρναρᾶ), ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 90.
5. Ξενοδοχεῖο «Κάραβελ», στὸ πλαίσιο τῆς 7ης Ἔκθεσης Ὀρθόδοξου Χριστιανικοῦ Βιβλίου.
6. Βλ. https://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=2673&tla=gr καὶ https://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=2674&tla=gr , ἀντίστοιχα.
7. Ἐπεξεργασμένες γιὰ τὴ δημοσίευση καὶ συμπληρωμένες βιβλιογραφικῶς.

This entry was posted in Προλογικά. Bookmark the permalink.