Στὶς σελίδες αὐτοῦ τοῦ τεύχους ἁπλώνονται κείμενα μὲ θεματικὴ ποικίλη. Ἀλλὰ βέβαια μὲ κοινὴ τὴν ἔγνοια γιὰ τὸ μπόλιασμα θεολογίας καὶ ζωῆς, ἔρευνας καὶ μαρτυρίας. Ἔτσι, τὸ τεῦχος θυμίζει κατὰ κάποιον τρόπο λιβαδάκι μὲ ποικίλα γεννήματα. Λειμωνάριο
εἶναι, ὡς γνωστό, τὸ λιβαδάκι, ἀλλὰ λειμωνάρια λέγονταν καὶ κάποιες ἀνθολογίες στὴ βυζαντινὴ γραμματεία.
Εἰκόνα μιᾶς ρομαντικῆς ἁρμονίας; Ὄχι! Μᾶλλον εἰκόνα ζωῆς παλλόμενης, μὲ ἀπόπειρες καρποφορίας καὶ μὲ δίψα γιὰ τὸ ἀντάμωμα τῆς γῆς μὲ τὴν ὄμβρια δωρεὰ τοῦ οὐρανοῦ. Προσπάθεια, δηλαδή, ἀνταπόκρισης σὲ μία ὑπόσχεση συγκλονιστική:
«“Σ’ ἐσένα, Κύριε, φωνάζω, γιατὶ ὁ καύσωνας ἔκαψε τὰ λιβάδια κι ὅλα τὰ δέντρα στὰ χωράφια τὰ καψάλισε. Σ’ ἐσένα στρέφονται τὰ ζῶα τῆς ὑπαίθρου, γιατὶ ξεράθηκαν τὰ ρυάκια τοῦ νεροῦ κι ὁ καύσωνας ἔκαψε τὰ λιβάδια” […]. Ὁ Κύριος ἀπάντησε στὸ λαό του καὶ εἶπε: “Χωράφια μὴ φοβᾶστε! Χαρεῖτε κι εὐφρανθεῖτε, γιατὶ ὁ Κύριος κάνει μεγάλα ἔργα! Καὶ μὴ φοβᾶστε ζῶα ἐσεῖς τῶν ἀγρῶν, γιατὶ βλασταίνουν τὰ λιβάδια! […] Χαρεῖτε, κι εὐφρανθεῖτε, κάτοικοι τῆς Σιών, γιὰ τὸν Κύριο τὸ Θεό σας, γιατὶ σᾶς δίνει τὴ βροχὴ τὴ φθινοπωρινή, ποὺ τόσο εἶν’ ἀπαραίτητη, δίνει τὴν πρώιμη καὶ τὴν ὄψιμη βροχὴ ὅπως καὶ πρῶτα”»[ Ἰωὴλ 1:19-20· 2:19,21-23. Μτφρ. Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἐταιρίας, Ἀθήνα 1997.].
Τὰ γεννήματα τοῦ ἔντυπου λειμωνάριού μας εἶναι δύο λογιῶν. Ἐκεῖνα ποὺ ἀφορμῶνται ἀπὸ πρόσωπα κι ἐκεῖνα ποὺ ἀφορμῶνται ἀπὸ ζητήματα:
Ὁ π. Ἀντώνιος Πινακούλας εἰσδύει μὲ μιὰ νέα ἀνάγνωση στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη. Ὁ Παντελὴς Καλαϊτζίδης παρουσιάζει τὸ καταλυτικὸ πέρασμα ἑνὸς δασκάλου ποὺ κοιμήθηκε πρὶν δέκα χρόνια: τοῦ Σάββα Ἀγουρίδη. Ὁ Δημήτρης Γεωργιάδης συνοψίζει τὴ μαρτυρία καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ἀλέξανδρου Σμορὲλ καὶ τῆς ἀντιναζιστικῆς ὀργάνωσης «Λευκὸ Ρόδο». Ὁ Δημήτρης Ἀθανασίου μᾶς μυεῖ στὸ ἔργο τοῦ Θεοδώρου Ἀβουκάρα, ὁ ὁποῖος ἐπιχείρησε νὰ θεολογήσει Ὀρθοδόξως μὲ τρόπο ἀραβικό.
Ὁ π. Παῦλος Κουμαριανὸς φωτίζει μία χρονίζουσα μετατόπιση τοῦ κέντρου βάρους τῆς θείας Λειτουργίας ἀπὸ τὶς βασικὲς (προσ)ευχὲς πρὸς τὸν Θεὸ στὶς παροτρύνσεις ποὺ ἀπευθύνει ὁ διάκονος στὸν λαό. Ὁ Ἰωάννης Ξυδάκης ἐξετάζει τὴ νεομυθολογία ἡ ὁποία ἀνθεῖ στήν (ὀρθολογιστική, ὑποτίθεται) ἐποχή μας, σὲ σαφῆ ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ ὀπτική. Ὁ Ἀλέξιος Λάππας καταγράφει τὰ ψυχολογικὰ συμφραζόμενα τῆς σύγχρονης τεχνολογίας. Ὁ Θανάσης Παπαθανασίου, τέλος, σκιαγραφεῖ τὰ κριτήρια τῆς χριστιανικῆς μαρτυρίας στὸν πολύμορφο κόσμο μας.
Ζητούμενο, ἡ χαρὰ τῆς βροχῆς νὰ ἀνανεώνει τὸν βίο μας, νὰ θυμίζει τὴ διαβεβαίωση ἑνὸς παλιοῦ Λειμωναρίου ὅτι «δὲν ὀφείλουμε νὰ τηρήσουμε αὐτὸ ποὺ κακῶς ὁρίσαμε»[ Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον (μτφρ. μον. Θεολόγου), Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα 1983, σ. 251.], νὰ λιπαίνει τὸν στοχασμὸ μὲ τὴν πίστη, νὰ βάλλει ἔξω τοὺς φόβους.
Θ.Ν.Π.