Προλογικό τεύχους 164: Τάσος Λειβαδίτης

Ὀσμὴ σπλαχνικότητας, ὀσμὴ ἀνάστασης κι ὀσμὴ περπατησιᾶς σὲ πεδία ἀνοιχτὰ ποὺ διψοῦν γιὰ βροχή… Ὅλα αὐτὰ εἶναι συνειρμοὶ τοὺς ὁποίους γεννᾶ τὸ ὄνομα ἑνὸς ἀνθρώπου. Ὄχι ὑπαινιγμὸς ὅτι τὸ δόσιμο τοῦ ὀνόματος κουβαλᾶ τάχα κάποιο ἀποκρυφιστικὸ νόημα. Εἶναι συνειρμοὶ ποὺ κάνουμε σήμερα στοχαστικά, ἑκατὸ χρόνια μετὰ τὴ γέννηση ἑνὸς ποιητῆ ποὺ μᾶς ἔχει χαρίσει πολλά: πολλὲς προσκλήσεις στὰ πολύτιμα, τὰ ὁποῖα θέλουν ψυχὴ βαθιὰ καὶ στεναγμοὺς ποὺ σπαρταροῦν πάνω στὸ χαρτί.

Ὁ ποιητὴς γεννήθηκε στὶς 20 Ἀπριλίου 1922, τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης. Καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα Ἀναστάσιος – προφανῶς σὰν εὐχὴ γιὰ ὅλα τὰ ἐλπιδοφόρα καὶ ζωηφόρα ποὺ δηλώνει αὐτὴ ἡ καταπληκτικὴ λέξη. Πῆρε καὶ δεύτερο βαφτιστικὸ ὄνομα: Παντελεήμων, ἄκρως σπλαχνικὸς δηλαδή. Καὶ ἐπώνυμο, Λειβαδίτης. To πέρασμά του ἀπὸ τὴ ζωή (ὣς τὶς 30 Ὀκτωβρίου ἑξηνταέξι χρόνια ἀργότερα) μπορεῖ νὰ δέσει, στὸ νοῦ τοῦ ἀναγνώστη του, τὸ ἐπώνυμο μὲ τὴν ψαλμικὴ οὐτοπία: «Θὰ κρίνει τοὺς φτωχοὺς τοῦ λαοῦ· καὶ θὰ σώσει τοὺς γιοὺς τῶν πενήτων. […] Θὰ κατέβει σὰν βροχὴ ἐπάνω στὸ θερισμένο λιβάδι· σὰν ρανίδες ποὺ σταλάζουν ἐπάνω στὴ γῆ».

Τὸ τεῦχος ἐτοῦτο ψηλαφεῖ κάποια ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ μᾶς ἔχει χαρίσει ὁ Τάσος Λειβαδίτης, ἰχνηλατώντας ταυτόχρονα τὴν προσωπική του πορεία. Δὲν γίνεται νὰ πιάσεις τὸ ἕνα δίχως νὰ πιάσεις καὶ τὸ ἄλλο! Προσπαθοῦμε λοιπὸν νὰ συλλογιστοῦμε –δίχως θριαμβολογίες καὶ δίχως ἀπολογητικοὺς πειρασμούς– τὸ πάλεμά του μὲ τὴν χαρὰ καὶ μὲ τὴν ἐνοχή, μὲ τὸ κοινωνικὸ κακὸ καὶ μὲ τὴν χριστιανικὴ πίστη, μὲ τὴν ἔξοδο στὶς ρύμες τῆς πόλης καὶ μὲ τὴν καταβύθιση στὸν σκοτεινιασμένο ἑαυτό. Μᾶς ἐνδιαφέρει πολὺ ἡ βιωμένη του διαπλοκὴ δύο δρόμων ποὺ πολλοὶ τοὺς νομίζουν ἀσύμπτωτους: τῆς λαχτάρας γιὰ ἕναν κόσμο δίκαιο καὶ τῆς συνάντησης μὲ τὸν Χριστό. Δρόμοι κοπιώδεις ἀμφότεροι γιὰ τὸν Λειβαδίτη, ὁ ὁποῖος τὴν στροφή του στὴν πίστη τὴν ἔκανε ἠχηρὴ ἀπὸ τὰ μισὰ περίπου τῆς ποιητικῆς διαδρομῆς του, φορτισμένος ἀπὸ τὴν ματαίωση τοῦ πολιτικοῦ του ὁράματος.

Εἴπαμε ὅτι τὸ ἀφιέρωμα τὸ χτίσαμε δίχως θριαμβολογίες καὶ ἀπολογητικοὺς πειρασμούς, καθόσον εἶναι τραγικὰ καὶ τὰ δύο: καί τὸ νὰ ἀποσιωπᾶται ἡ θρησκευτικότητά του καί τὸ νὰ λαφυραγωγεῖται αὐτὴ στρατευμένα. Χρειάζεται σεβαστικὴ σπουδὴ τοῦ ἴδιου, σεβαστικὴ διαισθητικὴ συζήτηση μὲ τὸν ἴδιο. Φαίνεται πὼς ὁ Τάσος Λειβαδίτης κέρδισε ἐμπόνως αὐτὸ ποὺ ξεγλιστρᾶ ἀπ’ τὰ δάχτυλα πολλῶν καθ’ ἕξιν θρησκευόμενων: μιὰ βαθιά, καρδιακὴ θεολογικὴ αἴσθηση, ἀνοιχτὴ στὸν ζωντανὸ Χριστὸ κι ὄχι κλειστὴ σὰν καλοδουλεμένο σύστημα. Νομίζω πὼς κάθε κουβέντα μας χρειάζεται ἀντίστιξη μὲ τοὺς φοβεροὺς στίχους του: «Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μοῦ μιλοῦσαν γιὰ τὸν Θεὸ δὲν τοὺς πίστευα, ἀλλὰ ὕστερα ὅταν ἔμενα μόνος μὲ τὴ σιωπή, καταλάβαινα καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὸ ἔργο του».

Σ’ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ δένει τὴν κοινωνικὴ ἔγνοια μὲ τὴν ζωντανὴ πίστη: «Ὁ κόσμος μόνο ὅταν τὸν μοιράζεσαι ὑπάρχει…». Μὲ τὴν κορυφαία ἀποστροφή του, ἡ ὁποία κρίνει ὅλη τὴ λογιοσύνη μας: «… Πιστεύω στὰ διστακτικὰ ἀδέξια βήματα τῶν ταπεινῶν / καὶ στὸν Χριστὸ ποὺ διασχίζει τὴν Ἱστορία…».

Μὲ τούτη τὴ σκευὴ ὁ Λειβαδίτης κατορθώνει τὴ δυσκολότερη ἐγχείρηση: αὐτὴν ποὺ βλέπει καὶ τὴν ἀθέατη ἀρρώστια, τὴν καλυμμένη ἀπὸ ἐπίφαση ὑγείας. Ἡ ἀρρώστια αὐτή, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ σκάει ἀπὸ ὑγεία, χρειάζεται νυστέρι προσωπικῆς συντριβῆς, ἰλιγγιωδῶς κοφτερότερο ἀπὸ τὸν μπαλτὰ τοῦ ἠθικισμοῦ:

… ἢ ἂν στάθηκα μεγαλόψυχος εἶναι γιατὶ βιαζόμουν καὶ χάνει κανεὶς λιγότερο καιρὸ ὅταν συγχωρεῖ, ὅπως αὐτοὶ ποὺ τοὺς βάζουν στὴν κουζίνα νὰ φᾶνε κ’ ὕστερα σκουπίζουν καλά-καλὰ τὸ πιάτο τους, σὰν νὰ σβήνουν, ἐπιτέλους, καὶ τὰ τελευταῖα τους ἴχνη…

Τὸ ἀφιέρωμά μας ἀνοίγει ὁ Δημήτρης Ἀγγελής, ὁ ὁποῖος δίνει ἕνα περιεκτικὸ διάγραμμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς δημιουργίας τοῦ Λειβαδίτη. Στὴ συνέχεια ὁ Δημήτρης Σεβαστάκης ἐξετάζει τὴν κομβικὴ στροφὴ τοῦ ποιητῆ στὴν πίστη, στροφὴ ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἔχει χαρακτήρα ρήξης, ἀλλὰ συνέχισης καὶ ὡρίμανσης. Σὲ συγχορδία ὁ Παναγιώτης Ὑφαντὴς ξετυλίγει τὴν ἀναψηλάφηση καὶ τὴν διάνοιξη τοῦ πολιτικοῦ ὁράματος τοῦ Λειβαδίτη στὴν χριστιανικὴ οἰκουμενικότητα.

Κατόπιν ἐπιχειρεῖται ἡ ψηλάφηση ὁρισμένων ἀξόνων: Ἡ Ἑλένη Λιντζαροπούλου ἀφουγκράζεται τὶς προσωπικὲς δονήσεις του ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς πίστης καὶ ὁ Χρυσόστομος Σταμούλης φωτίζει τὴν στάση τοῦ Λειβαδίτη ἀπέναντι σὲ κάτι «βλάσφημο»: στὴν ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου νὰ σώσει τὸν Θεό, οὐσιαστικὰ ἀγωνιώντας νὰ μὴν τὸν χάσει. Ὕστερα ὁ Ἰωάννης Βογιατζὴς παρακολουθεῖ τὴν ἀναμέτρηση τοῦ Λειβαδίτη μὲ τὸν ἔρωτα, ἡ Φανὴ Κουτσοβίτη τὴν ἰδιαίτερη σχέση του μὲ τὴν Βίβλο, ὁ Σωτήρης Γουνελὰς τὸ κονταροχτύπημά του μὲ τὸν θάνατο.

Ὁ π. Ἀθανάσιος Πολύζος φέρνει σὲ συνομιλία τὸν Λειβαδίτη μὲ τὸν ἐπίσης ἀναζητητὴ τοῦ Θεοῦ ποιητὴ Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1875-1926), ἐνῶ ὁ Ἠλίας Κουνέλας, ὄντας ἠθοποιός, παρουσιάζει πῶς ὁ ἴδιος μπαίνει στὴν θέση διαφορετικῶν ἀνθρώπων μὲ πλοηγὸ τὸν Λειβαδίτη. Ὁ π. Παναγιώτης Καποδίστριας συζητᾶ μὲ τὸν ποιητὴ γράφοντας τὰ δικά του ποιήματα. Ἔπειτα ὁ Ἀντώνης Παπαβασιλείου ἀφουγκράζεται τὴ γλώσσα τοῦ Λειβαδίτη καὶ ἐν τέλει ἡ Ἀναστασία Γκίτση ξεδιπλώνει τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ὁ ποιητής μας μπορεῖ νὰ μπεῖ στὶς σχολικὲς αἴθουσες.

Μετὰ τὸ ἀφιέρωμα στὸν Τάσο Λειβαδίτη δημοσιεύονται τέσσερα κείμενα ἀνεξάρτητης θεματικῆς: Ὁ Βασίλης Ἀδραχτὰς μελετᾶ μιὰ περίπτωση μπολιάσματος τῆς Ὀρθόδοξης ζωγραφικῆς μὲ τὸν πολιτισμὸ τῶν αὐτοχθόνων τῆς Αὐστραλίας. Σὰν σελίδες ἡμερολογίου τῶν στερνῶν ἡμερῶν του, ἀκολουθεῖ τὸ κείμενο τοῦ σπουδαίου θεολόγου Νικολάου Ζέρνωφ (1898-1980) σὲ μετάφραση Ἑλένης Ταμαρέση. Μετὰ ὁ Θανάσης N. Παπαθανασίου παρουσιάζει ἕνα σημείωμα τοῦ Μάρτιν Λοῦθερ Κίνγκ (1929-1968) γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ἱεραποστολῆς. Τέλος ἡ Εὔη Βουλγαράκη ἐξετάζει τὴν λειτουργία καὶ τὰ ζητούμενα τοῦ λόγου, καὶ εἰδικὰ τοῦ θεολογικοῦ, στὴν ἐποχὴ τοῦ κυβερνοχώρου.

Θ.Ν.Π.

1. Γιάννης Κουβαρᾶς, «Χρονολόγιο Τάσου Λειβαδίτη (1922-1988)», Διαβάζω 228 (1989), σσ. 20-24.

2. Ψαλμ. 72: 4 & 6.

3. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι καὶ στὸν Γιάννη Ρίτσο, ὁ ὁποῖος παρέμεινε ἐμβληματικὴ φιγούρα τῆς κομμουνιστικῆς Ἀριστερᾶς, συναντᾶμε τὴν χριστιανικὴ πίστη, ἡ ὁποία καὶ τροφοδοτεῖ τὸ κοινωνικό του ὅραμα. Βλ. Χρύσα Νικολάκη, «Γιάννης Ρίτσος: ἕνας ἀριστερὸς ποιητὴς μὲ ὀρθόδοξη συνείδηση», Σύναξη 139 (2016), σσ. 61-67.

4. Τάσος Λειβαδίτης, «Ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Λέοντος», Ποίηση 3 (1979-1990), ἐκδ. Μετρονόμος, Ἀθήνα 32018, σ. 441.

5. Τάσος Λειβαδίτης, «Ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Λέοντος», ὅ.π., σ. 453.

6. Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση 3, ὅ.π., σ. 161.

7. Τάσος Λειβαδίτης, «Ὑπερβολές», Ποίηση 2 (1972-1977), ἐκδ. Μετρονόμος, Ἀθήνα 32019, σ. 278.

Advertisement
This entry was posted in Προλογικά. Bookmark the permalink.